- κορυβας
- κορύβας-αντος ὅ1) вдохновение, восторженное исступление
(τῆς ποιητικῆς Luc.)
2) корибант (черного цвета камень, которому приписывались магические свойства) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς ποιητικῆς Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… … Dictionary of Greek
Κορύβας — Κορύβᾱς , Κορύβας Corybant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυβάντων — Κορύβας Corybant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύβα — Κορύβας Corybant masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύβαντα — Κορύβας Corybant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύβαντας — Κορύβας Corybant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύβαντες — Κορύβας Corybant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορύβαντος — Κορύβας Corybant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρβας — κύρβας, αντος, ὁ (Α) (συγκεκομμένος τ.) κορύβας.* [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. που συνδέεται με κορύβας] … Dictionary of Greek
Корибанты — (Κορύβαντες), от Кориба (Κορύβας), сына Ясиона и Кибелы название мифических предшественников жрецов Кибелы или Реи во Фригии, в диком воодушевлении, с музыкой и танцами, отправлявших служение великой матери богов. Ср. Кабиры … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Corybas — CORỸBAS, antis, Gr. Κορύβας, αντος, des Jasons und der Cybele Sohn, von welchem die Korybanten den Namen haben sollen. Er verheurathete sich mit des Cilix Tochter Thebe, und brachte zuerst die Verehrung der Mutter der Götter nach Asien. Diod. Sic … Gründliches mythologisches Lexikon